
Ήταν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60 όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά σαν πιτσιρικάς τα γραφεία της εφημερίδας «ΠΑΤΡΙΣ» στην οδό Θεσσαλονίκης. Δεν θα ξεχάσω ποτέ κι απ’ ό,τι φαίνεται θα κουβαλάω για πάντα μέσα μου τη μυρωδιά εκείνου του στενού και υγρού γραφείου.
Εκείνος σκυμμένος πάνω απ’ τα χαρτιά του έγραφε ακατάπαυστα κι άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ένα «καλώς τον» και ένα «κάθησε», έπειτα σιωπή. Περνούσε ώρα μέχρι ν’ ακουμπήσει κάτω το μολύβι και να σηκώσει το βλέμμα. Αλλά και πάλι η κουβέντα μας σχεδόν ανύπαρκτη. Δυο λέξεις όλες κι όλες για το σπίτι κι άλλες τόσες για το σχολειό. Κι αυτό ήταν. Έπαιρνα πάλι το δρόμο για το γυρισμό.
Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια, να μεγαλώσουμε και οι δυο για να καταλάβω πόσο πολύ απαραίτητη και χρήσιμη και για τους δυο μας ήταν εκείνη η σιωπή. Εγώ που είχα όλο το χρόνο ν’ ανακαλύψω ψαχουλεύοντας με όλο μου το σώμα εκείνον τον πρωτόγνωρο κόσμο και εκείνος απερίσπαστος από τις σκέψεις του, να γνωρίζει κατά βάθος ότι μ’ αυτή του τη στάση μου σφράγιζε ένα ιδιότυπο διαβατήριο.
Ένα διαβατήριο για μια συνομιλία ζωής. Μια συνομιλία που δεν την καταργεί η απουσία του.
Εκείνος σκυμμένος πάνω απ’ τα χαρτιά του έγραφε ακατάπαυστα κι άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ένα «καλώς τον» και ένα «κάθησε», έπειτα σιωπή. Περνούσε ώρα μέχρι ν’ ακουμπήσει κάτω το μολύβι και να σηκώσει το βλέμμα. Αλλά και πάλι η κουβέντα μας σχεδόν ανύπαρκτη. Δυο λέξεις όλες κι όλες για το σπίτι κι άλλες τόσες για το σχολειό. Κι αυτό ήταν. Έπαιρνα πάλι το δρόμο για το γυρισμό.
Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια, να μεγαλώσουμε και οι δυο για να καταλάβω πόσο πολύ απαραίτητη και χρήσιμη και για τους δυο μας ήταν εκείνη η σιωπή. Εγώ που είχα όλο το χρόνο ν’ ανακαλύψω ψαχουλεύοντας με όλο μου το σώμα εκείνον τον πρωτόγνωρο κόσμο και εκείνος απερίσπαστος από τις σκέψεις του, να γνωρίζει κατά βάθος ότι μ’ αυτή του τη στάση μου σφράγιζε ένα ιδιότυπο διαβατήριο.
Ένα διαβατήριο για μια συνομιλία ζωής. Μια συνομιλία που δεν την καταργεί η απουσία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου